- τροπιδοειδής
- -ές, Ναυτός που έχει σχήμα τρόπιδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπιδα «καρίνα πλοίου» + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek